Κύστεις των Γνάθων & του Τραχήλου
Οι κύστεις που εντοπίζονται στην περιοχή του Στόματος και του Τραχήλου εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία όσον αφορά στην ιστογένεση, την επίπτωση, τη συμπεριφορά και την αντιμετώπισή τους.
Οι κύστεις αυτές διακρίνονται σε: 1) Οδοντογενείς, 2) Μη οδοντογενείς, 3) Ψευδοκύστεις και 4) Τραχηλικές κύστεις.
Γενικά, ως κύστη (cyst) ορίζεται μια παθολογική κοιλότητα που επαλείφεται από επιθήλιο.
Σύμφωνα με τον Kramer (1974), ωστόσο, ως κύστη ορίζεται μια παθολογική κοιλότητα με ρευστό, ημίρρευστο ή αέριο περιεχόμενο, η οποία δεν δημιουργείται από τη συγκέντρωση πύου. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό η παρουσία επιθηλίου δεν είναι απαραίτητη για το χαρακτηρισμό μιας κοιλότητας ως κυστικής.
Οι περισσότεροι συγγραφείς πάντως προτιμούν να χαρακτηρίζουν τις κύστεις που δεν επαλείφονται από επιθήλιο ως ψευδοκύστεις (π.χ. η ανευρυσματική οστική κύστη), ενώ οι Reichart και Philipsen (2004) προτείνουν τη χρήση του όρου “κοιλότητα” (cavity).
Η κύστη στη γνάθο είναι μια κοιλότητα γεμάτη με υγρό που σχηματίζεται μέσα στο συγκεκριμένο οστούν. Οι κύστεις αυτές μπορούν να σχηματιστούν γύρω από τις ρίζες των δοντιών ή γύρω από τα δόντια που είναι έγκλειστα. Δεν είναι κακοήθεις.
Α. Οδοντεγενείς Κύστεις
Οι κύστεις της κατηγορίας αυτής είναι οι συνηθέστερες που απαντώνται στις γνάθους. Η επιθηλιακή επένδυση των φλεγμονωδών αυτών κύστεων προέρχεται από τον πολλαπλασιασμό οδοντογενών επιθηλιακών καταλοίπων (υπολείμματα του Malassez) εντός του περιοδοντικού συνδέσμου.
Α1. Περιακρορριζική Κύστη
Αιτιολογία και παθογένεση
Μια περιακρορριζική κύστη αναπτύσσεται από ένα προϋπάρχον περιακρορριζικό κοκκίωμα (Εικόνα 37.1). Τούτο ορίζεται ως ο εντοπισμένος, χρόνια φλεγμαίνων κοκκιώδης ιστός κοντά στο ακρορρίζιο ενός νεκρού δοντιού. Κατά βάση τα περιακρορριζικό κοκκιώματα δημιουργούνται και διατηρούνται από τα προϊόντα αποδόμησης του νεκρού πολφικού ιστού, οπότε τα κυτταρικά υπολείμματα του Malassez ερεθίζονται από τα προϊόντα της φλεγμονής.
Η αρίθμηση των εικόνων αντιστοιχεί με την υπάρχουσα στο Σύγγραμα του Καθηγητού.
Κλινικά χαρακτηριστικά
To ποσοστό των περιακρορριζικών κύστεων κυμαίνεται σε διάφορες σειρές από 52%-68% επί του συνόλου των κύστεων. Η συχνότητα εμφάνισής τους κορυφώνεται κατά την τρίτη δεκαετία της ζωής και παραμένει υψηλή κατά την 4η-6η δεκαετία. Αξιοσημείωτη είναι η σχετική σπανιότητα των περιακρορριζικών κύστεων κατά την πρώτη δεκαετία της ζωής, παρόλο που είναι συχνά τα τερηδονισμένα και νεκρά δόντια στην ηλικία αυτή.
Οι περιακρορριζικές κύστεις είναι συνήθως ασυμπτωματικές και αποκαλύπτονται τυχαία κατά τη λήψη περιακρορριζικών ακτινογραφιών νεκρών οδόντων.
Η διάμετρος της κύστης μπορεί να κυμαίνεται από λίγα χιλιοστά έως αρκετά εκατοστά, μολονότι η πλειονότητα έχει διάμετρο της τάξης του 1.5 εκ. Σε κύστεις που υπάρχουν για αρκετό χρονικό διάστημα μπορεί να παρατηρηθεί απορρόφηση της ρίζας του υπεύθυνου δοντιού ή γειτονικών δοντιών. Οι περιακρορριζικές κύστεις θεωρούνται μια από τις συχνότερες, αν όχι η συχνότερη, αιτία εμφάνισης διόγκωσης στις γνάθους. Συχνά οι ασθενείς δίνουν ιστορικό παρουσίας χρόνιας, βραδέως αυξανόμενης διόγκωσης, η οποία αρχικά είναι σκληρής συστάσεως ανάλογης οστού.
Στην άνω γνάθο η διόγκωση μπορεί να επεκτείνεται τόσο παρειακά όσο και υπερώια, ενώ κατά κανόνα στην κάτω γνάθο η διόγκωση επεκτείνεται παρειακά (Εικόνα 37.2).
!!! Η ύπαρξη ενός νεκρού δοντιού είναι εξ’ ορισμού απαραίτητη για να τεθεί η διάγνωση της περιακρορριζικής κύστης.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία περιακρορριζικών κύστεων είναι οι υπολειμματικές κύστεις. Πρόκειται ουσιαστικά για περιακρορριζικές κύστεις που παραμένουν μετά την εξαγωγή του υπεύθυνου δοντιού (Εικόνα 37.3). H συχνότητα των κύστεων αυτών φαίνεται να φτάνει το 10% των οδοντογενών κύστεων.
Α2. Οδοντοφόρος Κύστη
Οι οδοντοφόρες ή θυλακικές κύστεις είναι οι δεύτερες σε συχνότητα εμφάνισης οδοντογενείς κύστεις, και αποτελούν τις πιο κοινές αναπτυξιακές κύστεις των γνάθων. Εξ ορισμού η οδοντοφόρος κύστη προσφύεται στον αυχένα και περιβάλλει τη μύλη ενός εγκλείστου δοντιού.
Είναι σημαντικό η διάγνωση “οδοντοφόρος κύστη” να μην τίθεται αποκλειστικά και μόνο με βάση τα ακτινογραφικά ευρήματα, καθώς στην περίπτωση αυτή οδοντογενείς κερατινοκύστεις και μονόχωρα αδαμαντινοβλαστώματα που εμπλέκουν έγκλειστα δόντια είναι δυνατό να διαγνωστούν λανθασμένα ως οδοντοφόρες κύστεις.
Κλινικά χαρακτηριστικά
Οι οδοντοφόρες κύστεις απαντώνται συχνότερα σε σχέση με τρίτους γομφίους της κάτω ή άνω γνάθου και κυνόδοντες της άνω γνάθου, οι οποίοι είναι και οι συχνότεροι τύποι έγκλειστων δοντιών.
Είναι δυνατό να διακρίνουμε 3 τύπους οδοντοφόρου κύστης με βάση την ακτινογραφική τους εμφάνιση. Η διάκριση γίνεται με βάση τη σχέση της κύστης με το έγκλειστο δόντι:
- Στον κεντρικό τύπο η κύστη περιβάλει συμμετρικά τη μύλη του εγκλείστου. Η υδραυλική πίεση που ασκείται με τον τρόπο αυτό μπορεί να παρεκτοπίσει το δόντι από την κατεύθυνση ανατολής του.
- Ο πλάγιος τύπος περιγράφει κύστεις που προκύπτουν από επέκταση του οδοντοθυλακίου ασύμμετρα, προς μια μόνο κατεύθυνση. Συχνά παρατηρείται σε ημιέγκλειστους 3ους γομφίους της κάτω γνάθου.
- Ο περιμετρικός τύπος αφορά οδοντοφόρες κύστεις που δίνουν την ακτινογραφική εντύπωση ότι ολόκληρο το δόντι εντοπίζεται εντός της κύστης (Εικόνα 37.5).
Γιατί σχηματίζονται οι κύστεις γνάθων;
Οι περισσότερες κύστεις των γνάθων σχηματίζονται λόγω περιακρορριζικής μόλυνσης, που προέρχεται από τερηδονισμένο ή νεκρό δόντι.
Ένας άλλος τύπος κύστης δημιουργείται στην επιθηλιακή καλύπτρα, που βρίσκεται γύρω από τα έγκλειστα δόντια.
Ορισμένες κύστεις σχηματίζονται από τα κύτταρα που σχημάτισαν αρχικά τα δόντια (οδοντικά σπέρματα).
Ποια προβλήματα προκαλούν οι κύστεις των γνάθων;
Οι περισσότερες κύστεις των γνάθων αναπτύσσονται πολύ αργά και ίσως να μην γνωρίζετε ότι έχετε μία, η οποία συχνά ανακαλύπτεται με κάποια πανοραμική ακτινογραφία, που κάνατε τυχαία για άλλη αιτία.
Οι κύστεις πρέπει να αφαιρούνται, γιατί:
- Δημιουργούν μια κοιλότητα στο εσωτερικό του οστού, που αποδυναμώνει τη γνάθο και μπορεί να δημιουργήσει κάποιο κάταγμα.
- Υπάρχει ο κίνδυνος να μολυνθούν και όταν συμβαίνει αυτό μπορεί να είναι πολύ οδυνηρό.
- Καθώς αναπτύσσεται η κύστη, τα παρακείμενα δόντια μπορεί να καταστραφούν.
- Υπάρχουν νεύρα στο οστό των γνάθων, που μπορεί να υποστούν βλάβη λόγω της επέκτασης της κύστης και αυτό θα προκαλούσε μούδιασμα ή μυρμήγκιασμα στα χείλη, τα ούλα ή τα δόντια.
Β. Μη Οδοντογενείς Κύστεις
Β1. Κύστεις Τομικού Πόρου
Οι κύστεις αυτές εντοπίζονται εντός του αντίστοιχου πόρου ή εντός των μαλθακών ιστών, στο στόμιο του πόρου, οπότε και αποκαλούνται κύστεις της τομικής θηλής. Η αποκαλούμενη και μέση υπερώια κύστη θεωρείται ότι συνιστά μια οπισθιέστερη εντόπιση της κύστης του ρινοϋπερώιου πόρου, παρά μια κυστική εκφύλιση υπολειμμάτων στη συνένωση των δύο υπερώιων αποφύσεων.
Αιτιολογία και παθογένεση
Η κύστη του ρινοϋπερώιου πόρου αναπτύσσεται από τον πολλαπλασιασμό επιθηλιακών υπολειμμάτων από το ζεύγος των εμβρυϊκών ρινοϋπερώιων πόρων που πορεύονται εντός του τομικού πόρου.
Το ερέθισμα για το σχηματισμό κύστης από αυτά τα υπολείμματα είναι αβέβαιο.
Κλινικά χαρακτηριστικά
Πρόκειται για μια σχετικά συχνή κύστη, που μπορεί να εμφανιστεί κλινικά ως συμμετρική διόγκωση της μέσης γραμμής της υπερώας ή ακτινογραφικά σαν ακτινοδιαυγή περιοχή της μέσης γραμμής. Η πλειοψηφία των περιπτώσεων εμφανίζεται ανάμεσα στην 4η και 6η δεκαετία της ζωής και είναι συχνότερη στους άνδρες με αναλογία 3:1.
Οι περισσότερες περιπτώσεις είναι ασυμπτωματικές, με τη διόγκωση να είναι το κλινικό σημείο που οδηγεί στην αναγνώριση της κύστης (Εικόνα 37.6α).
Επιμόλυνση της κύστης μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση συμπτωμάτων. Σχηματισμός συριγγίου μπορεί να εμφανιστεί μάλλον στο προέχον σημείο της υπερώιας θηλής.
Έχει προταθεί η χρήση της αξονικής και της μαγνητικής τομογραφίας για τη διερεύνηση τέτοιων αλλοιώσεων (Εικόνα 37.6β).
Τα ποσοστά υποτροπής των κύστεων αυτών είναι χαμηλά, σε σωστή χειρουργική αντιμετώπιση.
Γ. Ψευδοκύστεις
Γ1. Ανευρυσματική Οστική Κύστη
Οι κύστεις αυτές είναι ψευδοκύστεις γιατί εμφανίζονται ακτινογραφικά σαν κυστικές βλάβες, μικροσκοπικά όμως δεν έχουν επιθηλιακή επένδυση. Η ανευρυσματική οστική κύστη αντιπροσωπεύει μια καλοήθη οστική βλάβη, η οποία μπορεί να παρουσιαστεί στην άνω ή την κάτω γνάθο, καθώς και σε άλλα οστά. Πιο συγκεκριμένα, εντός του κρανιοπροσωπικού συμπλέγματος, περίπου το 40% των βλαβών αυτών εμφανίζεται στην κάτω γνάθο και το 25% στην άνω.
Αιτιολογία και παθογένεια
Μολονότι η παθογένεια της ανευρυσματικής οστικής κύστης δεν είναι πλήρως γνωστή, η όλη διαδικασία θεωρείται συνήθως σαν αντιδραστική. Μια μη άμεσα σχετιζόμενη προϋπάρχουσα οστική βλάβη, όπως μια ινώδης δυσπλασία, ένα κεντρικό γιγαντοκυτταρικό κοκκίωμα, ένα μη οστεοποιούμενο ίνωμα, ένα χονδροβλάστωμα και άλλες πρωτογενείς οστικές βλάβες, πιστεύεται ότι προκαλούν κάποια αγγειακή ανωμαλία, η οποία οδηγεί τελικά στη δευτερογενή βλάβη της ανευρυσματικής οστικής κύστης.
Γ2. Τραυματική (Απλή) Οστική Κύστη
Η τραυματική οστική κύστη είναι μια άδεια ενδοστική κοιλότητα, η οποία στερείται επιθηλιακού τοιχώματος. Ανευρίσκεται κυρίως στην κάτω γνάθο.
Παθογένεση
Η παθογένεση της βλάβης δεν είναι γνωστή, αν και σε μερικές περιπτώσεις φαίνεται πως συσχετίζεται με προηγούμενο τραύμα.
Κλινικά χαρακτηριστικά
Οι έφηβοι προσβάλλονται συχνότερα, μολονότι τραυματικές οστικές κύστεις έχουν περιγραφεί σε ένα μεγάλο φάσμα ηλικιών. Δεν φαίνεται να υπάρχει προτίμηση προς κάποιο φύλο.
Η θέση συχνότερης εντόπισης είναι η κάτω γνάθος. Η βλάβη μπορεί να εντοπίζεται σε πρόσθιες ή οπίσθιες περιοχές. Σπάνια έχουν περιγραφεί αμφοτερόπλευρες κύστεις. Διόγκωση ανευρίσκεται περιστασιακά, ενώ πόνος σπάνια παρατηρείται.
Ακτινογραφικά, παρατηρείται μια καλά οριοθετημένη ακτινοδιαυγαστική περιοχή με ανώμαλα αλλά ευδιάκριτα όρια. Προσεκβολές μεταξύ των ριζών είναι χαρακτηριστικές σε ποικίλους βαθμούς έκτασης, ενώ περιστασιακά μπορεί να παρατηρηθεί ήπια απορρόφηση ριζών (Εικόνα 37.7).
Η επίτευξη αιμορραγίας κατά την είσοδο στην κυστική κοιλότητα εξασφαλίζει την οργάνωση του θρόμβου και την οστική επούλωση, χωρίς υποτροπή.
Γ3. Στατική ή Ιδιοπαθής Οστική Κύστη (Κύστη του Staffne)
Η στατική οστική κύστη είναι μια ανατομική παραλλαγή της οπίσθιας γλωσσικής επιφάνειας της κάτω γνάθου, που φαίνεται να ομοιάζει σε κύστη κατά την ακτινογραφική εξέταση. Το εντύπωμα αυτό της κάτω γνάθου πιστεύεται ότι είναι μια ανατομική παραλλαγή, μολονότι όλες οι αναφερόμενες περιπτώσεις εντοπίζονται σε ενήλικες, συχνότερα δε σε άντρες. Οι βλάβες αυτές ανευρίσκονται συχνότερα αμφοτερόπλευρα, σπανιότερα εντοπίζονται σε θέση εγγύτερα του πρώτου γομφίου της κάτω γνάθου.
Η αιτία είναι άγνωστη, μολονότι μερικοί έχουν προτείνει ότι η βλάβη οφείλεται σε παγίδευση σιελογόνου αδένα ή μαλακών μορίων κατά την ανάπτυξη της κάτω γνάθου. Άλλοι συγγραφείς θεωρούν ότι η αιτία δημιουργίας είναι η διάβρωση του γλωσσικού πετάλου της κάτω γνάθου από έναν υπερπλαστικό σιελογόνο αδένα, άποψη που συμβαδίζει περισσότερο με τα υπάρχοντα δημογραφικά και ανατομικά ευρήματα.
Γ4. Οστεοπορωτικές βλάβες των Γνάθων
Οι εστιακές οστεοπορωτικές βλάβες είναι ασυνήθεις αλλοιώσεις, που εμφανίζονται σαν ασυμπτωματικές εστιακές ακτινοδιαυγαστικές εκδηλώσεις σε περιοχές όπου παρατηρείται αιμοποίηση (γωνία της κάτω γνάθου και γναθιαίο κύρτωμα). Περίπου το 70% αυτών των βλαβών συναντώνται στην οπίσθια περιοχή της κάτω γνάθου και το 70% παρατηρείται σε γυναίκες (Εικόνα 37.8).
Δ. Κύστεις του Τραχήλου
Δ.1 Βραγχιακή Κύστη
Οι βραγχιακές κύστεις ή τραχηλικές λεμφοεπιθηλιακές κύστεις εντοπίζονται συνήθως στην πλάγια τραχηλική περιοχή, μπροστά από το στερνοκλειδομαστοειδή μυ. Τέτοιες κύστεις έχουν επίσης βρεθεί στην υπογνάθια περιοχή κοντά στην παρωτίδα ή γύρω από το στερνοκλειδομαστοειδή. Έχουν περιγραφεί επίσης ενδοστοματικές εντοπίσεις, συχνότερα στο έδαφος του στόματος και ακολούθως στην οπισθοπλάγια επιφάνεια της γλώσσας.
Κλινικά χαρακτηριστικά
Οι ασυμπτωματικές αυτές κύστεις συνήθως γίνονται εμφανείς κλινικά όταν διογκωθούν στην απώτερη παιδική ηλικία ή στην όψιμη ενήλικη ζωή. Μπορούν να παροχετευτούν στο πρόσθιο όριο του στερνοκλειδομαστοειδή (Εικόνα 37.9α, β).
Δ2. Δερμοειδής Κύστη
Η κύστη αυτή αποτελεί αναπτυξιακή βλάβη που μπορεί να ανευρεθεί σε πολλές περιοχές του σώματος. Στη στοματική κοιλότητα συνήθως εντοπίζεται στην πρόσθια περιοχή, αντίστοιχα στη μέση γραμμή.
ΕΙΚΟΝΑ 37.10
Κλινικά χαρακτηριστικά
Συνήθως οι κύστεις αυτές εντοπίζονται πάνω από το γναθοϋοειδή μυ και παρεκτοπίζουν τη γλώσσα προς τα πάνω και πίσω. Όταν εντοπίζονται κάτω από το γναθοϋοειδή μυ, εμφανίζονται σαν διόγκωση της μέσης γραμμής του τραχήλου. Συνήθως είναι ανώδυνες και αργά αναπτυσσόμενες. Δε φαίνεται να υπάρχει προτίμηση ως προς το φύλο. Συνήθως η διάμετρός τους δεν ξεπερνά τα 2 εκατοστά, μολονότι έχουν περιγραφεί και κύστεις με μέγεθος 8-12 εκατοστών. Στην ψηλάφηση είναι μαλακές και ευπίεστες, καθώς περιέχουν κερατίνη και σμήγμα στην κυστική κοιλότητα (Εικόνα 37.10).
Δ3. Κύστη του Θυρεογλωσσικού πόρου
Οι κύστεις αυτές εντοπίζονται χαρακτηριστικά στη μεσότητα του τραχήλου. Είναι σχετικά συχνές και αποτελούν τις πιο κοινές αναπτυξιακές κύστεις του τραχήλου, αποτελώντας το 75% περίπου αυτών των βλαβών.
Κλινικά χαρακτηριστικά
Το 30% περίπου των περιπτώσεων έχει περιγραφεί σε ασθενείς άνω των 30 ετών. Η αμέσως συχνότερη ομάδα από πλευράς ηλικίας αφορά ασθενείς κάτω των 10 ετών.
Το 70%-80% των περιπτώσεων αφορά κύστεις που εμφανίζονται κάτω από το επίπεδο του υοειδούς οστού.
Συνήθως πρόκειται για ασυμπτωματικές κύστεις. Όταν προσφύονται στο υοειδές οστό ή τη γλώσσα μπορεί να μετακινούνται κατά την κατάποση ή την προβολή της γλώσσας. Αν επιμολυνθούν, μπορεί να παρατηρηθεί παροχέτευση μέσω σχηματισμού συριγγίου. Σπάνια έχει αναφερθεί κακοήθης εξαλλαγή εντός τέτοιων κύστεων.
Οι κύστεις αυτές θα πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκονται από δερμοειδείς κύστεις.
Πριν από τη χειρουργική αφαίρεση της κύστης, θα πρέπει να εξεταστεί, εάν και κατά πόσο η κύστη αντιπροσωπεύει το μόνο λειτουργικό τμήμα του θυρεοειδικού ιστού του ασθενούς. Υποτροπές είναι σχετικά συχνές και προτείνεται η συναφαίρεση του κεντρικού τμήματος του υοειδούς οστού (τεχνική Sistrunk) για τη μείωσή τους.
Ε. Χειρουργική αντιμετώπιση των Κύστεων
Συχνά μια κύστη είναι ασυμπτωματική κατά την ανακάλυψή της και δεν υπάρχει κλινική ανάγκη για την άμεση αντιμετώπισή της. Η αντιμετώπιση μια κύστης όμως επιβάλλεται από τη φυσική ιστορία αυτής της παθολογικής οντότητας, καθώς αργά ή γρήγορα θα αυξηθεί σε μέγεθος, θέτοντας σε κίνδυνο την ακεραιότητα των γύρω ιστών. Παράλληλα, με την πάροδο του χρόνου και την αύξηση του μεγέθους της, αυξάνει η πιθανότητα να επιμολυνθεί και να καταστεί επώδυνη.
Η επιλογή του κατάλληλου τρόπου αντιμετώπισης μιας κύστης απαιτεί ιδιαίτερη εμπειρία από την πλευρά του Χειρουργού, καθώς οι διάφοροι τύποι κύστης εμφανίζουν σημαντικές αποκλίσεις στην κλινική τους συμπεριφορά και τη δυναμική αύξησής τους.
Στόχοι της επέμβασης θα πρέπει να είναι:
- Η πλήρης αντιμετώπιση της βλάβης.
- Η αποκατάσταση της φυσιολογικής μορφολογίας των ιστών.
- Ο αποκλεισμός άλλης παθολογίας της περιοχής.
Παράγοντες που είναι αποφασιστικοί για την επιλογή του τύπου της χειρουργικής επέμβασης
Α. Θέση της κύστης:
- Άνω γνάθος:
i) Σχέση της κύστης με τα ιγμόρεια, τις ρινικές κοιλότητες, τον κόγχο, τη στοματική κοιλότητα ή την υπερώα, τον τομικό πόρο.
ii) Παρουσία ή απουσία δοντιών στην περιοχή.
- Κάτω γνάθος:
i) Περιοχή της κύστης
ii) Σχέση με τον πόρο του κάτω φατνιακού νεύρου
iii) Πρόσθια ή πλάγια μοίρα της φατνιακής απόφυσης
iv) Παρουσία ή απουσία δοντιών στην περιοχή.
Β. Μέγεθος της κύστης: Μορφολογία του γύρω οστού και αξιολόγηση κίνδυνου πρόκλησης κατάγματος ή βλαβών σε γειτονικές δομές.
Γ. Ιστολογικός τύπος της κύστης: Συνυπολογισμός αυξητικής δυναμικής, κίνδυνου υποτροπής και κινδύνου κακοήθους εξαλλαγής και
Δ. Ο παράγων χρόνος: Υπάρχει χρονικό περιθώριο αναμονής για μείωση του μεγέθους της κύστης μετά από αποσυμπίεσή της;
Ε. Ο παράγων “ασθενής”:
- Γενική κατάσταση της υγείας
- Ηλικία
- Προσδοκίες
- Συμμόρφωση.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει κάποια απόλυτη αντένδειξη για τη χειρουργική αντιμετώπιση μιας κύστης. Υπάρχουν μόνο σχετικές αντενδείξεις που έχουν να κάνουν κυρίως με τη γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς.
Σχετική αντένδειξη αποτελεί επίσης η παρουσία οξείας φλεγμονής στην κύστη. Τότε προτεραιότητα έχει η άμεση αντιμετώπιση της λοίμωξης με την παροχέτευση του πυώδους (πλέον) περιεχομένου της κύστης. Κρίσιμος είναι σε αυτή την περίπτωση ο σχεδιασμός της τομής για την παροχέτευση, καθώς καλό θα ήταν η τομή αυτή να διενεργηθεί στην ίδια θέση στην οποία θα γίνει στο μέλλον και η τομή για την οριστική αντιμετώπιση της βλάβης.
Δύο είναι οι κύριες επιλογές του Χειρουργού για την αντιμετώπιση μιας κύστης:
- Η κυστεκτομή (εκπυρήνιση) και
- Η κυστοστομία (μαρσιποποίηση).
Ε1. Κυστεκτομή ή εκπυρήνιση
Η μέθοδος αυτή συνίσταται στην πλήρη εξαίρεση του κυστικού τοιχώματος και σύγκλειση του χειρουργικού τραύματος κατά πρώτο σκοπό. Ο χώρος που καταλάμβανε η κύστη πληρώνεται από αίμα, το οποίο μετατρέπεται σε θρόμβο. Ο θρόμβος οργανώνεται και τελικά το οστό της περιοχής αναγεννάται (Εικόνα 37.12).
Ε2. Κυστοστομία ή Μαρσιποποίηση
Η κυστοστομία είναι μια τεχνική που βασίζεται στην εξαίρεση μέρους του κυστικού τοιχώματος, ώστε η κύστη να συνενωθεί με μια προσχηματισμένη κοιλότητα (στόμα ή ιγμόρειο άντρο) και να αποτελέσει προσεκβολή της κοιλότητας αυτής. Η αποσυμπίεση που επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτό, σταματά την ανάπτυξη της κύστης, καθώς έτσι η κύστη παύει να ασκεί πίεση στο περιβάλλον οστό.
Σταδιακά αρχίζει η εναπόθεση οστού κάτω από τα τοιχώματα της κύστης και επιτυγχάνεται σμίκρυνση της κυστικής κοιλότητας.
Ενδείξεις
- Κύστεις της άνω γνάθου.
- Μεγάλες κύστεις και κύστεις του τομικού πόρου.
- Τεχνικές δυσκολίες στην προσπέλαση και εξαίρεση της κύστης.
Χειρουργική τεχνική (Εικόνα 37.13)
Είναι απλή και συνίσταται στην εξαίρεση μέρους του κυστικού τοιχώματος και τη συρραφή του κυστικού τοιχώματος γύρω από το διανοιχθέν στόμιο με το βλεννογόνο της κοιλότητας προς την οποία διανοίγεται η κύστη. Η συρραφή αποσκοπεί στο να παραμείνει το στόμιο αυτό ανοιχτό έως την υποστροφή της κύστης.
Πλεονεκτήματα
- Μικρής διάρκειας επέμβαση, μικρό χειρουργικό τραύμα.
- Μικρότερα μετεγχειρητικά προβλήματα.
- Μειωμένος κίνδυνος τραυματισμού γειτονικών δομών.
Μειονεκτήματα
- Απαιτείται μακρόχρονη μετεγχειρητική φροντίδα και παρακολούθηση.
- Αδυναμία πλήρους ιστολογικής εξέτασης του τοιχώματος της κύστης.
Ε3. Μοσχεύματα και αυξητικοί παράγοντες στην αντιμετώπιση των κύστεων.
Στην προσπάθειά τους να μειώσουν το νεκρό χώρο που προκύπτει από την εξαίρεση της κύστης, πολλοί συγγραφείς προτείνουν τη χρήση άλλο-, ξένο- ή αυτό-μοσχεύματος ή αλλοπλαστικών υλικών για την πλήρωση της κυστικής κοιλότητας.
Τελευταία έχει γίνει προσπάθεια να δοκιμαστεί και η χρήση αυξητικών παραγόντων (Platelet Rich Plasma- PRP), με την προσδοκία ότι θα προωθήσουν ταχύτερα την επούλωση. Το PRP και το PRGF (Platelet Rich Gel) είναι δύο σχετικά καινούρια προϊόντα της εμβιομηχανικής. Το PRP είναι ένα υπερσυμπύκνωμα αιμοπεταλίων. Συμπυκνώνοντας τα αιμοπετάλια, το πλάσμα αυτό διαθέτει μεγάλη συγκέντρωση αυξητικών παραγόντων που διεγείρουν την επουλωτική διαδικασία. Μετά την αποκοκκίωση των αιμοπεταλίων, απελευθερώνονται μαζικά αυξητικοί παράγοντες και δραστικές ουσίες, σχηματίζεται δε η πλούσια σε αιμοπετάλια γέλη (Εικόνα 37.14).
Τα αιμοπετάλια παίζουν κεντρικό ρόλο στις διαδικασίες της πήξης και της επούλωσης. Είναι γνωστό ότι τα α-κοκκία των αιμοπεταλίων περιέχουν σεροτονίνη, θρομβοξάνη και αδενοσίνη που έχουν σημασία για την εκκίνηση της διαδικασίας της πήξης, καθώς και αυξητικούς παράγοντες (PdGf, PD-ECGF, TGF- β, TGF-a, EGF, IGF-I, IGF-II), οι οποίοι ευνοούν τις επουλωτικές διαδικασίες και την ιστική αναγέννηση.
Συμπερασματικά για τη Θεραπευτική προσέγγιση των Κύστεων
Η πανοραμική ακτινογραφία και η τομογραφία των γνάθων (Dental Scan) θα δείξουν το μέγεθος της κύστης και την ακριβή εντόπιση της σε σχέση με τα δόντια, το ιγμόρειο ή το κάτω φατνιακό νεύρο.
Ο τύπος της χειρουργικής επέμβασης θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της κύστης και τo είδος της.
Η προσέγγιση σε μικρή κύστη είναι σχετικά απλή. Γίνεται μια τομή στα ούλα για να αποκαλυφθεί η κυστική κοιλότητα. Αφαιρείται το τοίχωμα της κύστης το οποίο κατά κανόνα αποστέλλεται για ιστοπαθολογικό έλεγχο. Συνήθως, από το περιεχόμενο της κύστης λαμβάνεται καλλιέργεια για να βρεθεί ποιό ή ποιά μικρόβια είναι υπεύθυνα για τη λοίμωξη και να δοθεί η κατάλληλη αντιβιοτική θεραπεία. Ταυτόχρονα γίνεται εξαγωγή του υπεύθυνου δοντιού (αν η κύστη είναι οδοντογενής).
Τι είδους αναισθησία χρειάζεται
Μια μικρή κύστη μπορεί να γίνει στο ιατρείο με τοπική αναισθησία ή με μέθη (ενδοφλέβια αναλγησία και χαλάρωση) παρουσία Αναισθησιολόγου.
Μια μεγάλη κύστη ή κύστη ιγμορείου μπορεί να χρειαστεί να γίνει με Γενική αναισθησία.
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι;
Όπως συμβαίνει με όλες τις χειρουργικές επεμβάσεις, υπάρχει κίνδυνος πόνου, οιδήματος, εκχύμωσης (μελάνιασμα), αιμορραγίας και λοίμωξης.
- Κάποια ελαφρά αιμορραγία είναι φυσιολογική την πρώτη μέρα. Συνήθως δεν αποτελεί πρόβλημα και συστήνεται στους ασθενείς να μην ξεπλένουν το στόμα τους το πρώτο 24ωρο.
- Η μόλυνση είναι εξαιρετικά σπάνια, διότι ο ασθενής καλύπτεται με αντιβιοτικά.
- Υπάρχει ένα νεύρο (κάτω φατνιακό) που διέρχεται από ένα κανάλι στο κέντρο της κάτω γνάθου. Αυτό δίνει την αίσθηση στο κάτω χείλος, το πηγούνι και τα κάτω δόντια. Όταν μια κύστη βρίσκεται σε επαφή με το κάτω φατνιακό νεύρο υπάρχει πάντα η πιθανότητα το νεύρο να τραυματιστεί και να προκληθεί μια συνήθως παροδική υπαισθησία (μούδιασμα) στο κάτω χείλος.
- Εάν η κύστη είναι πολύ μεγάλη σε μέγεθος, υπάρχει πολύ μικρός κίνδυνος να σπάσει η γνάθος κατά τη διάρκεια ή μετά την επέμβαση και πρέπει να αντιμετωπιστεί χειρουργικά.
- Εάν φοράτε οδοντοστοιχία, μπορεί να μην ταιριάζει σωστά μετά από τη χειρουργική επέμβαση.
Μετεγχειρητική παρακολούθηση
Απαιτείται συνήθως μία με δύο φορές τον πρώτο μήνα και ανάλογα με την περίπτωση στο 3μηνο ή 6μηνο μετεγχειρητικά.
Κάποιοι τύποι κύστεων έχουν την τάση να υποτροπιάζουν, άρα η παρακολούθηση είναι επιβεβλημένη και μακροχρόνια.